αμβλύς, -εία, -ύ

αμβλύς, -εία, -ύ
1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ.
2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία.
3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”