- αμβλύς, -εία, -ύ
- 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ.2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία.3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.